- σκεμπέ
- η , σκεμπές ο1) живот; брюхо, пузо (прост.); 2) перен. пузан, брюхан (прост.); 3) ничтожество, ничтожный человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκεμπέ — η, και σκεμπές, ο, Ν 1. κοιλιά 2. στομάχι ζώου από το οποίο παρασκευάζεται ο πατσάς 3. μτφ. α) άνθρωπος ράθυμος, οκνηρός β) κοιλαράς, πλαδαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. işkembe] … Dictionary of Greek
σκεμπές — ο (λ. τουρκ.) 1. στομάχι, κοιλιά: Έκανε σκεμπέ από το πολύ φαγητό. 2. πατσάς: Έφαγαν ένα σκεμπέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)